- πόπανα
- πόπανονround cakeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
αλετρίς — ἀλετρίς ( ίδος), η (AM) 1. δούλα που άλεθε σίτο 2. παρθένος από αρχοντικό οίκο τής Αθήνας, που άλεθε για τα πόπανα τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶ αξίζει να σημειωθεί ότι στον Όμηρο δεν απαντά αντίστοιχο αρσενικό τής λ. ἀλετρίς, πράγμα που οδηγεί… … Dictionary of Greek
μονόμφαλος — ή, ο (Α μονόμφαλος και μονομφάλιος, ον) νεοελλ. (για τέρας) αυτός που έχει δύο σώματα αλλά έναν ομφαλό αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μονόμφαλα (ενν. πόπανα ή πλακούντια) αυτά που έχουν ένα μόνο εξόγκωμα στην επιφάνειά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) … Dictionary of Greek
πέλαινα — Α (κατά τον Ησύχ.) «πόπανα, μειλίγματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλαινα, αν έχει παραδοθεί σωστά, συνδέεται πιθ. με το πελανός] … Dictionary of Greek
πέπανα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πλακούντια». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. είτε για παρεφθαρμένη παράδοση τού τ. πόπανα (πρβλ. πέσσω) είτε για εσφαλμένα παραδεδομένο τύπο] … Dictionary of Greek
πολυόμφαλος — ον, Α (για ασπίδες και πόπανα θυσιών) αυτή που έχει πολλούς ομφαλούς, πολλές διακοσμητικές προεξοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὀμφαλός (πρβλ. μον όμφαλος, χρυσ όμφαλος)] … Dictionary of Greek
ποπανοποιώ — έω, Α [ποπανοποιός] πλάθω πόπανα … Dictionary of Greek
σίβληθρα — Α (κατά τον Ησύχ.) «πόπανα τὰ περικεκνισμένα» … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek